- κεραυνώνω
- (ΑΜ κεραυνῶ, -όω) [κεραυνός]χτυπώ με τον κεραυνό, κεραυνοβολώ («τὰ ὑπερέχοντα ζῷα ὡς κεραυνοῑ ὁ θεός», Ηρόδ.)αρχ.καταδικάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεραυνώνω — κεραύνωσα, κεραυνώθηκα, κεραυνωμένος, κεραυνοβολώ, κατακεραυνώνω, αποσβολώνω: Τον κεραύνωσε μ αυτά που του πε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεραυνοβολώ — (ΑΜ κεραυνοβολῶ, έω) [κεραυνοβόλος] 1. εξακοντίζω κεραυνό, κεραυνώνω 2. μτφ. πέφτω απότομα σαν κεραυνός νεοελλ. καταπλήσσω, αποσβολώνω, αφήνω κάποιον άναυδο … Dictionary of Greek
κεραυνώ — κεραυνῶ, όω (ΑΜ) βλ. κεραυνώνω … Dictionary of Greek